Το Μυστηριακό Θέατρο

2017-12-07

Το Θέατρο δεν είναι παρά η εξέλιξη παλαιότερων τελετουργικών μορφών. Σε πρωτόγονες κοινωνίες συναντάμε συχνά τελετές φυλετικής μύησης, που δεν είναι παρά η θεατρική αναπαράσταση καταστάσεων τις οποίες ο υποψήφιος στην μύηση έπρεπε να βιώσει, αρχίζοντας από την μίμηση ζώων, κυνηγιού, πολέμου, κλπ, και φτάνουν ως την αναπαράσταση της λειτουργίας της ίδιας της ζωής, που πάλλεται ανάμεσα σε δύο πύλες: την Γέννηση και τον Θάνατο.

Αργότερα αυτές οι τελετουργίες δίνουν την θέση τους στην αναπαράσταση μύθων, όπως στα Ελευσίνια Μυστήρια με τον μύθο της Δήμητρας και Περσεφόνης ή στα Αιγυπτιακά Μυστήρια με τον μύθο του Όσιρη και της Ίσιδας.

Το τελετουργικό μυστηριακό Θέατρο παρέμεινε στα κλειστά πλαίσια των Μυστηρίων μέχρι την εποχή του Θέσπι, που έβγαλε το Θέατρο από τον χώρο του Ιερού, χρησιμοποίησε πρωταγωνιστή και χορό, και έτσι έγινε ο κρίκος ανάμεσα στο Μυητικό Θέατρο και σ' αυτό που σήμερα ονομάζουμε Δραματική Τέχνη.

ΜΥΘΟΣ - ΤΕΛΕΤΗ - ΜΥΗΣΗ

Βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης των πολιτισμών του παρελθόντος, όπως π.χ. του Ελληνικού ή του Αιγυπτιακού, ήταν η αναβίωση του Μύθου μέσα στη ζωή του υποψηφίου μύστη. Η σταθερή και συνειδητή επανάληψη της μυθικής ιστορίας οδηγούσε σιγά-σιγά στο ξύπνημα του νου και τη συνειδητοποίηση και αναγνώριση του κώδικα-συμβόλου που κρυβόταν μέσα του.

Έτσι, αν και στην αρχή της διαδρομής του μυημένου η πράξη της αναβίωσης του μύθου μπορεί να φαινόταν εως και παράλογη, καθώς ο υποψήφιος προσπαθούσε να τον ενσαρκώσει, ο νους του σιγά-σιγά συνειδητοποιούσε τα κρυμμένα στοιχεία και τις πολλαπλές ερμηνείες τους. Καθώς ο νους του άλλαζε, άρχιζε να βλέπει τις καταστάσεις που ζούσε μέσα στις εικόνες του λαβύρινθου, δηλαδή μέσα στην πραγματικότητα. Έτσι, με την πάροδο του χρόνου, κάποια στιγμή, δεδομένης της αφοσίωσής του στην πραγμάτωση του μύθου, ο νους αφυπνιζόταν και γινόταν ικανός να διακρίνει την έξοδο από τον λαβύρινθο.

Από τη στιγμή που ο νους γινόταν κάτοχος της πραγματικής ερμηνείας του μύθου, βρισκοντάς τον μέσα στην πραγματικότητα του κόσμου, αποκτούσε και τη δύναμη να αναδομήσει όλους τους κατώτερους φορείς εισάγοντας νέες προτεραιότητες ως προς την επίγνωση και τη σημασία της εμπειρίας. Με αυτόν τον τρόπο ο μυημένος πια είχε ολοκληρώσει τον δρόμο προς την μετάλλαξη μέσω της δικής του προσωπικής μύησης-μεταμόρφωσης.

Διακρίνουμε τρία βασικά στοιχεία σε αυτήν τη διαδικασία. Αυτά είναι:

1) Μύθος - 2) Τελετή - 3) Μύηση

1. Ο «Μύθος» είναι το Αρχέτυπο. Το ιδεατό πρότυπο, η τέλεια κατάσταση, η άπιαστη κορυφή του αναβάτη. Μεταβιβάζεται σε εμάς μέσω «συμβόλων». Ένα σύμβολο δεν είναι απλώς ένας ειδικός χαρακτήρας όπως ένα μαθηματικό σύμβολο π.χ. f(x). Είναι μια αποκρυστάλλωση του ιδεατού προτύπου στον χρόνο. Το κρατά σταθερό στον δικό μας χρόνο για να μπορούμε ανά πάσα στιγμή να το ατενίσουμε. Για αυτόν τον λόγο παραμένει αναλλοίωστο στον χρόνο μας, επειδή η πηγή του βρίσκεται μέσα στην αιωνιότητα.

2. Η «Τελετή» είναι το όχημα που μεταφέρει το «σύμβολο» του μύθου. Του επιτρέπει να πατάει σταθερά στον δικό μας χρόνο μεταφέροντας έτσι σε εμάς ενέργεια και συνειδητότητα. Επιτρέπει τον συγχρονισμό των δύο αυτών κόσμων, του γήινου και του ουράνιου, δίνοντας στον άνθρωπο τη δυνατότητα να τους αντιληφθεί ταυτόχρονα κατά τη διάρκεια που συμβαίνει.

3. Η «Μύηση» είναι η επικείμενη αποκάλυψη. Ο δρόμος που πρέπει να περπατηθεί. Τα δύο προηγούμενα στοιχεία δεν έχουν κανένα νόημα αν δεν ολοκληρωθούν στη Μύηση. Ο Μύθος χωρίς τη Μύηση είναι μια «αδύνατη» πραγματικότητα, απραγματοποίητη εικόνα που δεν έχει θέση στη ζωή, και η Τελετή χωρίς τη Μύηση είναι ένα τυπικό, μια ακολουθία δράσεων χωρίς νόημα.

Για τον παραπάνω λόγο, ο μόνος τρόπος να ξυπνήσει ο νους είναι η βίωση, δηλαδή η μύηση. Χωρίς αυτήν έχουμε απλά ένα παραμύθι (Μύθος) και έναν περίεργο χορό (Τελετή).

ΜΑΣΚΑ: Χρησιμοποιήθηκε σαν προσωπίδα στο αρχαίο θέατρο, αλλά μπορούμε, κατ' επέκταση, να μιλήσουμε για την έννοια της μάσκας αναφερόμενοι σήμερα στο μακιγιάζ ηθοποιού ή στα κοστούμια. Είναι το στοιχείο που επιτρέπει στον Θεατή να ταυτιστεί πιο εύκολα με τον ρόλο που βλέπει, αλλά και στον Ηθοποιό να αποταυτιστεί από αυτόν, να βιώσει τη σχέση αληθινού-ψευδούς, αιώνιου-φθαρτού, εαυτού-προσωπικότητας.

ΤΟ ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΜΟΣ

Στην αρχαία ελληνική κοινωνία, αρχαία ελληνική παράδοση, το θέατρο, είχε τρεις βασικές όψεις, τρία βασικά είδη, όπως ξέρουμε σήμερα τουλάχιστον: την κωμωδία, το δράμα και την τραγωδία.

Από τον Αριστοτέλη κυρίως, έχουμε αρκετές πληροφορίες για το πώς αντιμετωπίζονταν αυτά τα τρία είδη και τι ακριβώς σήμαιναν. Η κωμωδία αυτό που έκανε ήταν, ότι έφερνε αντιμέτωπο τον θεατή και τον ηθοποιό φυσικά με την πραγματικότητα, με όλες εκείνες τις αντιφάσεις της ζωής που, που όσο είμαστε ταυτισμένοι μαζί τους τις θεωρούμε δυσκολίες και προβλήματα, αλλά που από τη στιγμή που θα καταφέρουμε να αποταυτιστούμε και να τις δούμε από μακριά, αυτή τους η ιδιότητα, της αντίφασης, δημιουργεί μία σύγκρουση μέσα μας, μία σύγκρουση από την οποία βγαίνουμε γελώντας. Αυτό είναι πραγματικά το αστείο, είναι η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτό που θεωρούμε λογικό και σωστό και πραγματικό και σ' αυτό που τελικά αντιμετωπίζουμε.

Το δράμα έχει να κάνει και αυτό με την πραγματικότητα της ζωής. Αλλά, αν στην κωμωδία οι άνθρωποι απλά εκφράζουν αυτό που είναι και ο θεατής αποταυτισμένος από αυτήν την κατάσταση, το βλέπει και γελάει, στο δράμα ο άνθρωπος αρχίζει και αξιοποιεί ένα στοιχείο που μέσα στην καθημερινότητα δεν συνηθίζουμε να το χρησιμοποιούμε, που είναι η ελευθερία της επιλογής, η ελευθερία της βούλησης.

Στην τραγωδία έχουμε να αντιμετωπίσουμε καταστάσεις υποταγής του ήρωα σε κάτι που είναι πάνω από τη δική του βούληση, που προέρχονται από μία ανώτερη από αυτόν βούληση, που μπορεί να συμβολισθεί με τη βούληση ενός θεού, της μοίρας ή του πεπρωμένου του. Ο ήρωας δεν μπορεί να εξαναγκαστεί να υπακούσει σ' αυτή τη μοίρα, πρέπει την βούλησή του να ακολουθήσει την ανώτερη θέληση ή αποστολή. Κατά τον Αριστοτέλη, είναι και το ανώτερο θεατρικό είδος, μιας και είναι εκείνο που φέρνει σε επαφή τον άνθρωπο, σαν θεατή ή σαν ηθοποιό, με τον Νόμο, τον ανώτερο νόμο, τον θεϊκό νόμο και βοηθάει στην εσωτερική κάθαρση του ανθρώπου, μέσα από τον τρόμο και το έλεος.

Ο Τζέιμς Τζόις ορίζοντας τον Τρόμο και το Έλεος λέει: «Το έλεος είναι το αίσθημα που διακατέχει τον νου μπροστά σ' αυτό που είναι αποτυπωμένο και διαρκές στην ανθρώπινη οδύνη, και τον ενώνει με εκείνον που υποφέρει, ενώ ο τρόμος αρπάζει τον νου την ίδια στιγμή και τον ενώνει με την κρυφή αιτία». Έτσι η Τραγωδία γίνεται ένα οριακό βήμα από την αναπαράσταση στην μεταφυσική.

Το έλεος μπορεί να ορισθεί σαν την ταύτιση αυτού που παρακολουθεί ή και του ίδιου του ηθοποιού, με τον πάσχοντα, η ταύτιση με τον ίδιο τον πόνο. Δεν πρόκειται για οίκτο, το έλεος είναι η ταύτιση με τον ίδιο τον άνθρωπο που πονά, με τον ίδιο τον άνθρωπο που υποφέρει, δίκαια ή άδικα, σχετίζεται με την λεγόμενη «ενσυναίσθηση». Ο Πλάτωνας λέει ότι το έλεος είναι η ηθική κάθαρση του ανθρώπου. Είναι το να μπορεί να αφήσει πίσω του όλα τα σκουπίδια που δημιουργεί στην προσωπικότητά του η ύπαρξη του εγωισμού.

Ο τρόμος είναι η ταύτιση με την αιτία του πόνου, που συμβολίζεται με κάποιον Θεό. Είναι η ταύτιση με τον ίδιο μας τον εαυτό, τον εντός μας Θεό, που ζητάει να εκφραστεί και να δικαιωθεί. Για αυτούς τους λόγους, προφανώς, ο Αριστοτέλης θεωρούσε την τραγωδία σαν μία από τις υψηλότερες μορφές θεάτρου που μπορεί να έχει και να βιώσει ένας άνθρωπος.

Όσο για τον Ηθοποιό, αυτός πλάθοντας τον ρόλο του γίνεται Δημιουργός. Η αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι μια θεϊκή πράξη. Ο εκδηλωμένος κόσμος είναι μια αναπαράσταση των ιδιοτήτων και θελήσεων του Δημιουργού. Ο Ηθοποιός ανακαλύπτει τις κρυμμένες αιτίες, μαθαίνει να χρησιμοποιεί τους νόμους, να ανοίγει και να βρίσκει μέσα του μορφές που δεν έχει εκδηλώσει ακόμα, νέα πρόσωπα, νέες μάσκες, εξίσου αληθινές με την δική του. Και τα όρια χάνονται, και η πραγματικότητα παύει να είναι κάτι συγκεκριμένο και απόλυτο, πεπερασμένο και περιοριστικό. Μαθαίνει να ξεπερνάει την αστική ξεροκεφαλιά του απόλυτου, να δημιουργεί ρήγματα στη θωράκιση του, να επικοινωνεί με τους συντρόφους του ηθοποιούς αλλά και με τους θεατές.

N.B.